καμινιάζω

καμινιάζω
μετ. обжигать (известь, кирпичи и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καμινιάζω" в других словарях:

  • καμινιάζω — [καμινιά] τοποθετώ με τάξη το υλικό μέσα στο καμίνι, όπως ξύλα για παρασκευή ξυλανθράκων, λίθους για παρασκευή ασβέστη κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • καμινιάζω — καμίνιασα, καμινιάστηκα, καμινιασμένος, τοποθετώ στο καμίνι ξύλα για να κάνω ξυλάνθρακες ή ασβεστόλιθους, για να κάνω ασβέστη κ.ά.: Καμίνιασε τα δέντρα της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαμίνιαστος — η, ο [καμινιάζω] 1. εκείνος που δεν έχει μπει στο καμίνι (ξύλα για ξυλοκάρβουνα, πέτρες για ασβέστη) 2. που δεν έχει ξύλα για κάψιμο «φούρνος ακαμίνιαστος», «τζάκι ακαμίνιαστο» …   Dictionary of Greek

  • καμίνιασμα — το [καμινιάζω] 1. η κατάλληλη τοποθέτηση υλικού στο εσωτερικό τού καμινιού, π.χ. κορμών δέντρων ή ασβεστολίθων για την παρασκευή ξυλανθράκων ή ασβέστη 2. το καμίνευμα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»